- επάργεμος
- ἐπάργεμος, -ον (Α)1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός2. σκοτεινός, ασαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπάργεμος — having a film over the eye masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάργεμον — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem acc sg ἐπάργεμος having a film over the eye neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαργέμοις — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαργέμοισι — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαργέμους — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάργεμα — ἐπάργεμος having a film over the eye neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] … Dictionary of Greek